(Μέρος Δεύτερο)
Γράφει η Κωνσταντίνα Κοντοπούλου // *
Το μερίδιο της Βιοηθικής
Στο προηγούμενο άρθρο είχε γίνει μια ενδεικτική εισαγωγή στο ζήτημα συσχετισμού λογοτεχνίας και ασθένειας. Η μορφή της λογοτεχνίας αυτής μετουσιώνει τη χροιά του αναπόφευκτου σ’ εναν λυρισμό που δε χρησιμοποιείται το κείμενο απαραιτήτως και κατά κύριο λόγο ως κάθαρση αλλά ταυτόχρονα και ως ουσιαστικοποίηση της εμμεσότητας του μεταφορικού λόγου- ενος λόγου που γλωσσολογικώς έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη παραγωγής σκέψης και συσχετισμού λέξεων και εικόνας- και ως προσανατολισμό στην πορεία της ενσυναίσθησης. Στην πορεία αυτής της ερευνητικής δραστηριότητας στη λογοτεχνία , θα άξιζε να αναφερθεί αναλυτικά ένα θεατρικό κείμενο που αποτελει γνήσιο περιγραφέα του ανθρώπινου πόνου από την πλευρά του απροσδόκητου νέου και αναπόφευκτου μέλλοντος όλων μας. Το έργο ονομάζεται “Wit”και στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως
“Πνεύμα” ενώ η συγγραφέας είναι η Margaret Edson.
H πλοκή αφορα σε μια καθηγήτρια Λογοτεχνίας και συγκεκριμενα µία πενηντάχρονη καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας µε αντικείµενο την αγγλική ποίηση του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα τα Ιερά Σονέτα του Τζον Ντον. Το ότι η ίδια είναι καθηγήτρια λογοτεχνίας και αντιμετωπίζει το θάνατο, είναι ένα μη τυχαίο γεγονός του κειμένου που επιτείνει τη γενική συσχέτιση λογοτεχνίας και ασθένειας. Η Βίβιαν μαθαίνει από τον Δρ. Κελέκιαν οτι πάσχει από καρκίνο.
– Έχετε καρκίνο
– Βλέπεις; Αξέχαστο. Είναι κάτι σαν σοκ. Πρέπει να καθήσω κάτω.
– Εχετε καρκίνο των ωοθηκών. Έχετε μεταστατικό καρκίνο των ωοθηκών στο στάδιο 4.
Μετά την ανακοίνωση της κατάλληλης θεραπείας, η οποία θα έχει διάρκεια 8 μήνες και θα αποτελεί ένα είδος πειράματος καθώς το αδενοκαρκίνωμα της Βίβιαν είναι αρκετά επιθετικό, η ηρωίδα πιάνει τον εαυτό της σ’ εναν ιδιαίτερο μονόλογο-απολογισμό της ζωής και του χαρακτήρα της. Κατανοεί ταυτόχρονα οτι έπρεπε να κάνει περισσότερες ερωτήσεις γύρω απο τη θεραπεία της.
Καταλαβαίνοντας οτι ο γιατρός που την έχει αναλάβει (Dr. Posner) υπήρξε κάποτε και δικός της φοιτητής, αισθάνεται το χρόνο να τη διαπερνά με ιδιαίτερη ευλυγισία καταλύοντας κάθε αίσθηση χωροχρονικότητας. Όταν τον ρωτά μάλιστα για το λόγο επιλογής της ογκολογίας ως ειδικότητας, ο πρώην φοιτητής της απαντά πως πιστεύει οτι ο καρκίνος είναι κάτι το εκπληκτικό και αυτό που πάντα ήθελε να κάνει. Γιατρός και ασθενής ανακαλύπτουν πανομοιότυπες πτυχές που επικεντρώνονται στην τάση τους να αποκωδικοποιήσουν το αίσθημα του θανάτου και πολύ πιθανό στο τέλος να τον νικήσουν ως έκφανση προόδου της αίσθησης του ακαδημαισμού που διέπει και τους δύο. Εδώ φυσικά τίθεται και το ζήτημα της νίκης του θανάτου μέσα από τη λογοτεχνία και σαν απόηχο τον υπαρξισμό. Ενώ ο μόνος τρόπος για την επίλυση της δύσκολης κατάστασης της υγείας της είναι ακόμη ένα ιατρικό τεστ ερευνητικών προυποθέσεων για νέα ογκολογική θεραπεία, η Βίβιαν αντιλαμβάνεται οτι το τέλος είναι κοντά επιτρέποντας στον αναγνώστη να εισβάλλει στα άδυτα μιας ψυχολογιας θανάτου που εναλλάσσεται με ιδιαίτερες τάσεις υπαρξιστικών προβληματισμών.
“ Καθώς είμαι ακαδημαϊκός, αισθάνομαι υποχρεωμένη να καταγράψω ό,τι υπαρχει έτσι όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει ανάμεσα στις δραματικές κορυφώσεις. Στην πραγματικότητα είναι κάπως έτσι: Δεν μπορείτε να φανταστείτε πως ο χρόνος μπορεί να μένει ακίνητος. Κρέμεται. Βαραινει και όμως ειναι τοσο λίγος. Κινείται τόσο αργά και είναι τόσο σπάνιος. Αν έγραφα αυτή τη σκηνή θα διαρκούσε συνολικά 15 λεπτά.”
Ποιός είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας τελικά εκείνες τις στιγμές της βλοσυρής ανακοίνωσης; Μιας ανακοίνωσης που μπορεί να κοστίσει την απώλεια της σκέψης που στην περίπτωση ενός πνευματικού ανθρώπου συνάδει με την απώλεια της ζωής; αδιαφορώντας για την οφειλή ενός κυτταρικού θανάτου που στέκει επικείμενος πάνω από κάθε ανθρώπινη οντότητα, η Βίβιαν, αντιλαμβάνεται ότι ο χαμός των συλλογισμών της και κατ’ επέκταση του εαυτού της, είναι τελικά η μοναδική πιθανή κατάληξη της.
Το αίσθημα ματαίωσης της ανθρώπινης υπόστασης είναι έντονο και στα λόγια της πριν το τέλος όπου ο απολογισμός της καταλήγει στα σημεία της ζωής της που μετανοεί για ορισμένες συμπεριφορές και παραδέχεται τη διαύγεια μιας πιθανής χαμένης συγκαταβατικότητας απέναντι στους άλλους ανθρώπους που αργά πια πλεον αισθάνεται φτιαγμένους από το ίδιο υλικό μ’ εκείνη.
Το κενό αυτό γνώσης και κατανόησης της Βίβιαν καλύπτεται από τη συνειδητοποίηση πως έχει αδικήσει και η ίδια φοιτητή της στο παρελθόν (και συγκεκριμένα με οικογενειακά προβλήματα υγείας που κάποτε ζήτησε την εύνοια της) όπως και ο ερευνητής ογκολογίας και πρώην φοιτητής της που την παρακολουθεί, αδικεί ως αλυσίδα της μοίρας, εκείνη αδιαφορώντας για την αίσθηση της ποσότητας του φαρμάκου που της χορηγεί (καθώς χρειάζεται συγκεκριμένη ποσότητα και διαδικασία βάσει ιατρικών guidelines με τα οποία οι γιατροί δε δρουν εξατομικευμένα για κάθε ασθενή).
«Τώρα δεν είναι η ώρα για λεκτικές ξιφασκίες, για την απίθανη πτήση της άγριας φαντασίας και της προοπτικής της μετατόπισης για μεταφυσική έπαρση και πνεύμα. Και τίποτα δεν θα ήταν χειρότερο από μια εμπεριστατωμένη επιστημονική ανάλυση. Πολυμάθεια. Ερμηνεία. Επιπλοκή. Τώρα είναι η ώρα για απλότητα. Τώρα είναι η ώρα να, τολμώ να πω, για καλοσύνη. »
Η συντροφιά της Βίβιαν, η νοσηλεύτρια που συνοδεύει το μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής της, γίνεται τελικά σύμβολο και η ίδια της αιώνιας απελευθέρωσης από τον φυσικό πόνο, τον πυρετό ( που εκδηλώνεται ως απόρροια της χημειοθεραπείας που δοκιμάζεται πάνω της) και την ουδετεροπενια, σεβόμενη την απόφαση της Βίβιαν για απόβαση απο τη ζωή στο θάνατο χώρις περαιτέρω σωματική ταλαιπωρία.
ΠΗΓΕΣ
Edson, M. (1999) Wit. Faber and Faber, Inc., New York.
* Η Κωνσταντίνα Κοντοπούλου είναι γεννημένη το 1987 και είναι υποψήφια διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής. Διδάσκει ως βοηθητικό προσωπικό στο Α.Π.Θ. Έχει διδάξει στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση και έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές Ψυχολογίας και Αγγλικής Φιλολογίας. Η λογοτεχνία και η φωτογραφία ανήκουν στα άμεσα ενδιαφέροντα της.
___________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου